γαλαντόμος

γαλαντόμος
-α, -ικο
1. περιποιητικός, προσηνής
2. γενναιόδωρος, ανοιχτοχέρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (βενετ.) galantomo «γενναιόδωρος, γενναιόφρονος» (πρβλ. γαλλ. galant homme, ιταλ. galantuomo)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γαλαντόμος — ο (λ. ιταλ.), ο ευγενής, ο ανοιχτοχέρης, ο γενναιόδωρος, ο χουβαρντάς, ο περιποιητικός: Μου στέλνει κάθε μέρα ανθοδέσμες γιατί είναι γαλαντόμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γαλάντης — και γαλάντες και γκαλάντης, ο 1. κομψός, ευγενικός στη συμπεριφορά 2. γαλαντόμος, γενναιόδωρος 3. αγαπητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. galante «γενναιόδωρος» (πρβλ. γαλλ. galant «φιλόφρων, ιπποτικός»)] …   Dictionary of Greek

  • γαλαντομία — η [γαλαντόμος] 1. η ιδιότητα τού γαλαντόμου, η γενναιοδωρία 2. φιλοφροσύνη, ευγένεια …   Dictionary of Greek

  • κουβαρντάς — και κουβαρδάς και χουβαρδάς, ο 1. αυτός που ξοδεύει με απλοχεριά για τους άλλους, γενναιόδωρος, ανοιχτοχέρης, γαλαντόμος 2. φίλος τών διασκεδάσεων, γλεντζές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hovarda] …   Dictionary of Greek

  • galant — GALÁNT, Ă, galanţi, te, adj. 1. (Despre bărbaţi şi manifestările lor) Curtenitor faţă de femei; p. ext. politicos, atent, plăcut, tandru. 2. (Despre oameni) Darnic, generos. – Din fr. galant. Trimis de gall, 13.09.2007. Sursa: DEX 98  Galant ≠… …   Dicționar Român

  • γενναιόδωρος — η, ο επίρρ. α ο ανοιχτοχέρης, ο γαλαντόμος: Υπήρξε γενναιόδωρος προς τους οφειλέτες του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”